περίκυκλος

περίκυκλος
-ον, Α
1. ο εντελώς σφαιροειδής, ολοστρόγγυλος
2. (η δοτ. ως επίρρ.) περικύκλῳ
γύρω γύρω, ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + κύκλος (πρβλ. υπό-κυκλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • περικυκλάς — άδος, ἡ, Α [περίκυκλος] (ποιητ. τ.) αυτή που περιστρέφεται, που στρέφεται γύρω από κάτι …   Dictionary of Greek

  • περικύκλιο — το, Ν βοτ. στρώμα παρεγχυματικών κυττάρων που βρίσκεται μεταξύ τής ενδοδερμίδας, δηλαδή τού εσώτατου στρώματος τού φλοιού, και τών αγωγών στοιχείων στη ρίζα ενός φυτού και, σε ορισμένες περιπτώσεις, στον βλαστό του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • περικύκλιον — τὸ, Α [περίκυκλος] η περιφέρεια τού κύκλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”